Ηκυκλαδίτικη κοινωνία έχει πολλά στοιχεία μητριαρχίας και η Μύκονος το αποδεικνύει περίτρανα. Μέχρι σήμερα το πατρικό σπίτι παραμένει κληρονομιά των κοριτσιών κι όχι των αγοριών μιας οικογένειας, ενώ η πρώτη κόρη παίρνει το όνομα της μητέρας της μητέρας της. Ακόμα και παλιότερα, όμως, που η ανισότητα των φύλων ήταν πιο έντονη, η Μυκονιάτισσα δεν ήταν η τυπική παραδοσιακή γυναίκα ενός μικρού τόπου. Προ τουρισμού, όταν το νησί ήταν πάμφτωχο, με προβλήματα λειψυδρίας και έλλειψη πόρων, στυλοβάτης της κοινωνίας ήταν η γυναίκα της Μυκόνου. Οι άντρες ψάρευαν ή μπάρκαραν στα καράβια και η Μυκονιάτισσα, εξοικειωμένη και με τον ιδιωτικό και με τον δημόσιο χώρο, αναλάμβανε το μαγείρεμα και το χωράφι, την ανατροφή των παιδιών, αλλά και τη λήψη σημαντικών αποφάσεων.
Η ξενοδόχος, η υφάντρα, η έμπορος
Οι δύσκολες συνθήκες ζωής και η ανάγκη για επιβίωση καλλιέργησαν στις Μυκονιάτισσες την επιμονή, την εργατικότητα, την ευελιξία και την προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες, χαρακτηριστικά που έδωσαν τη μαγιά για να γίνει η Μύκονος αυτό που είναι σήμερα. Τα εύσημα δεν της έχουν αποδοθεί όπως θα έπρεπε, παρόλα αυτά η Μυκονιάτισσα με το πείσμα και την εφευρετικότητά της, συνέβαλε τα μέγιστα στο να διαφοροποιηθεί η Μύκονος από το μέσο κυκλαδονήσι και να ακολουθήσει τη δική της πορεία. Αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με την εγγύτητά του νησιού με τη Δήλο έκαναν τη Μύκονο, «Μύκονο».
Οι ανασκαφές της Δήλου ξεκίνησαν το 1873 από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και συνεχίστηκαν τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Αρχαιόφιλοι λάτρεις του Αιγαίου, στο ταξίδι τους προς τη γενέτειρα του Απόλλωνα, περνούσαν και από τη Μύκονο, έβλεπαν τις ομορφιές της και έμεναν μερικές μέρες. Πού; Σε μυκονιάτικα σπίτια, στα κρεβάτια που τους έστρωναν οι Μυκονιάτισσες στις σάλες τους. Οι ίδιες και οι οικογένειές τους αποτραβιούνταν στα πίσω δωμάτια ή τις αυλές για να κοιμηθούν. Παράλληλα με τη φιλοξενία, οι γυναίκες του νησιού ήταν ανυφάντρες (τεχνίτρες του αργαλειού), που όχι μόνο ύφαιναν το προβάτινο μαλλί δημιουργώντας χράμια, σκεπάσματα, φορέματα, αλλά πουλούσαν οι ίδιες τα υφαντά τους στους επισκέπτες, σε τουριστικά μαγαζιά στη Δήλο.
Η Μαντώ, η Μέλπω, η Μαρία
Πέραν της μέσης γυναίκας που στήριξε στα δύσκολα την κοινωνία του νησιού, υπήρξαν και τρεις που το όνομά τους ξεπέρασε τα στενά όρια της Μυκόνου. Τρεις Μυκονιάτισσες, οι οποίες άφησαν βαθιά το στίγμα τους σε διαφορετικά πεδία, από τον πόλεμο έως τη λογοτεχνία και την τέχνη. Η Μαντώ Μαυρογένους (π.1796-1840), γεννημένη στην Τεργέστη, με πατέρα Παριανό και μητέρα Μυκονιάτισσα, ανήκει στο πάνθεον των αγωνιστών της Επανάστασης του 1821, ενώ ταυτόχρονα ηγήθηκε του αγώνα κατά των Αλγερινών πειρατών στη Μύκονο. Η συμβολή της δεν εκτιμήθηκε στο βαθμό που της άξιζε από το ελληνικό κατεστημένο της πολιτικής και της διανόησης —αυτό συνέβη μετά τον θάνατό της.
Η λογοτέχνιδα Μέλπω Αξιώτη (1905-1973), είναι —μετά την Πολυδούρη— η πιο γνωστή Ελληνίδα ποιήτρια της γενιάς της. Πολιτικοποιήθηκε, ταξίδεψε, παντρεύτηκε, χώρισε και άφησε μια σπουδαία παρακαταθήκη στην ποίηση και την πρόζα, επηρεασμένη από τον σουρεαλισμό και τον φεμινισμό.
Η Μαρία Ιγγλέση (1882-1942) είναι η λιγότερο γνωστή από τις τρεις, μία πρωτοπόρος ζωγράφος, όπου εκτός από το εικαστικό άφησε και δημοσιογραφικό έργο με διεθνές αποτύπωμα. Έζησε στην Ιταλία, μελέτησε τα μουσεία και τα μνημεία της, στέλνοντας τακτικά καλλιτεχνικές ανταποκρίσεις στον ελληνικό Τύπο.
Πέρα από προτομές, τη μεγάλη Μαντώ μένει να θυμίζει, σήμερα, ο θερινός κινηματογράφος Cine Manto και τη Μαρία Ιγγλέση η Δημοτική Πινακοθήκη Μυκόνου, που στεγάζεται στο σπίτι της οικογένειάς της.
Η Παναγία
Όπως σε κάθε κυκλαδονήσι, έτσι και στη Μύκονο, η Παναγία βρίσκεται βαθιά μέσα στην καρδιά των ανθρώπων. Κάποτε σχεδόν κάθε σπίτι είχε κι από ένα ξωκλήσι αφιερωμένο στη Θεοτόκο ή σε άλλες αγίες και αγίους. Ακόμη και στα μη εύπορα νοικοκυριά οι άνθρωποι φρόντιζαν να χτίσουν έναν μικρό ναό στο χωράφι τους, στον οποίο μπορούσε να προσκυνήσει οποιοσδήποτε. Από τη δεκαετία του 1970 που άρχισαν οι κλοπές, τα οικογενειακά ξωκλήσια κλειδώθηκαν και πλέον ανοίγουν μόνο κατόπιν αιτήματος στον ιδιοκτήτη.
Η Παναγία του Κουζή είναι ένα τέτοιο ιδιωτικό εκκλησάκι, όπου μάλιστα η λατρεία προς την Παναγία απέκτησε μυκονιάτικη χροιά, αφού συνδέθηκε με τον Γεωργούλη Κουζή, δήμαρχο Μυκόνου τις δεκαετίες 1950-60.
Εκτός από τα σπιτικά ξωκλήσια, τρεις από τις πιο γνωστές μυκονιάτικες Παναγίες είναι η κατάλευκη Παραπορτιανή (βρίσκεται ανάμεσα στο παλιό λιμάνι και τη Μικρή Βενετία και στεγάζεται σε μια πανέμορφη εκκλησία σαν μεγάλο γλυπτό), η μητροπολιτική Μεγάλη Παναγιά (ή Παναγία Πηγαδιώτισσα ή Αγγελοχτισμένη ή Ζωοδόχος Πηγή) και η Παναγία Τουρλιανή στην Άνω Μερά. Την περίοδο της Σαρακοστής η εικόνα της Τουρλιανής μεταφέρεται με λιτανεία σε κάποιο από τους τρεις ενοριακούς ναούς της Χώρας (φέτος στην Αγία Κυριακή) μέχρι το Σάββατο του Λαζάρου, για προσκύνημα.
Η Φτελιά και η Ελένη
Κι αν η Μύκονος είναι ένα νησί που διαμορφώθηκε από την ενέργεια του γυναικών, μνημεία και τοπωνύμια γένους θηλυκού εκφράζουν, επίσης, μία Μύκονο στιβαρή, εφευρετική, με μακρά πορεία στον χρόνο. Πάνω από την παραλία της Φτελιάς, στον μεγάλο κλειστό κόλπο στα βόρεια του νησιού, απλώνεται μία νεολιθική πόλη επτά στρεμμάτων, του 5.000 π.Χ., όπου ανακαλύφθηκαν αψιδωτά κτίσματα, σπάνια κοσμήματα, αγγεία, ειδώλια, ομοίωμα πλοίου και μια παιδική ταφή που τελέστηκε με καύση.
Στην αντίθετη -νότια- πλευρά, σε ένα ύψωμα πάνω από τον Πλατύ Γιαλό, στη θέση Πόρτες, έχουν επιβιώσει τα υπολείμματα ενός πύργου με διάμετρο 3,5 μ. Εδώ, θα δείτε να στέκει όρθια μία τεραστίων διαστάσεων αρχαία πόρτα που σχηματίζεται από δύο γρανιτένιους μεγάλιθους, πάνω στους οποίους στηρίζεται ένας τρίτος.
Το πιο γλαφυρό αρχαιολογικό εύρημα όμως, όπου αναδεικνύεται με απρόσμενο τρόπο το γυναικείο στοιχείο, βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μυκόνου. Εκεί φιλοξενείται ο λεγόμενος Πίθος της Μυκόνου, ένα ταφικό πιθάρι του 670 π.Χ. ύψους 1,40 μ., που εντοπίστηκε τυχαία, το 1961, στο πηγάδι ενός μυκονιάτικου σπιτιού. Δεκαεννιά διακριτές εικόνες στον λαιμό και το σώμα του αγγείου αφηγούνται την άλωση της Τροίας. Η Ελένη που σμίγει με τον Μενέλαο, οι Τρωαδίτισσες που προσπαθούν να προστατεύσουν τα παιδιά τους από τη μανία των Αχαιών, η μάντισσα Κασσάνδρα, η γυναίκα του Έκτορα, Ανδρομάχη κι άλλες μορφές γυναικών και ανδρών αποτυπώνουν τη φρίκη του πολέμου σε μια σύνθεση μοναδική στις Κυκλάδες.
Ευχαριστούμε θερμά την Άννα Αθυμαρίτη, πρόεδρο του Πολιτιστικού Λαογραφικού Συλλόγου Γυναικών Μυκόνου, για τις πληροφορίες που μας έδωσε για τον ρόλο της γυναίκας στη Μύκονο. Πληροφορίες για το έργο του συλλόγου θα βρείτε στη σελίδα του στο facebook.
kathimerini.gr